- μετεξετάζω
- εξετάζω εκ νέου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεξεταστέος — α, ο (ιδίως για μαθητές) ο υποχρεωμένος να δώσει πάλι στην αρχή τού νέου σχολικού έτους εξετάσεις σε ένα ή περισσότερα μαθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετεξετάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek